σχελυνάζει

σχελυνάζει
σχελυνάζει· φλυαρεῖ, Hsch. ([tense] aor. ἐσχελύνασεν Id.). [full] σχέμα· σχῆμα, Ἀχαιοί, Id. (Implied also by the Lat. loan-word
A schèma.)
II σχέμα· τὸ ὄχημα, Theognost.Can.12 (sed leg. τὸ σχῆμα). [full] σχέμεν, v. ἔχω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χελυνάζω — και σχελυνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χελυνάζειν χλευάζειν και σχελυνάζει φλυαρεῖ και ἐσχελύνασεν ἐφλυάρησεν πρέπει μάλλον να θεωρηθούν ως μετονοματικά παράγωγα τού χελύνη (Ι) «χείλος», παρά να συνδεθούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”